Μια μέρα ένας άνδρας οπλισμένος με δόρυ, ο οποίος καταδίωκε ένα φυγά, πλησίασε τρέχοντας τον Αθηναίο φιλόσοφο Σωκράτη, υποστηρικτή της ύπαρξης μιας απόλυτης αλήθειας στην οποία φτάνει κάποιος μέσω της διαλεκτικής.
«Σταμάτησέ τον! Σταμάτησέ τον!» φώναξε προς το μέρος του φιλοσόφου. Εκείνος όμως δεν κινήθηκε.
«Κουφός είσαι;» ούρλιαξε ο οπλισμένος άνδρας σταματώντας τον.
«Γιατί δεν έκοψες το δρόμο σ’ εκείνο το δολοφόνο;»
«Δολοφόνο; Τι εννοείς μ’ αυτή τη λέξη;»
«Διάβολε! Δολοφόνος είναι κάποιος που σκοτώνει».
«Δηλαδή ένας χασάπης».
«Γερό ξεμωραμένε! Εννοώ έναν άνθρωπο που σκοτώνει έναν άλλον άνθρωπο».
«Ένας στρατιώτης, λοιπόν».
«Μα όχι! Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έναν άλλο σε καιρό ειρήνης».
«Ένας δήμιος».
«Ανόητε! Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έναν άλλο στο σπίτι του».
«Α, ένας γιατρός».
Ο οπλισμένος άνδρας ξανάρχισε να τρέχει απελπισμένος.