Αποσπάσματα Γιώργου Σεφέρη.
Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.
Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;
Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας,
ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα,
αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή όπως μας δόθηκε
την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη,
όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει.
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον κι είναι θλιβερή πια η ζωή, που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι.
«Τα ιδανικά της ειρήνης και της δικαιοσύνης, όσο νωρίτερα μπαίνουν στις καρδιές, τόσο βαθύτερα θα ριζώσουν και τόσο περισσότερο θα διατηρηθούν.»
«Είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά Έλληνας πολιτικός να καταλάβει την Ελλάδα.»
Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.
Λυπούμαι που άφησα να περάσει
ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου
χωρίς να πιω μια στάλα.