Αποσπάσματα Γιάννη Ρίτσου.
Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Όποιος αγαπάει ένα πουλί, ένα άστρο, ένα παιδί, αυτός πάντα του βλέπει όμορφα όνειρα κι ο κόσμος γίνεται όμορφος ως πέρα απ’ τον ύπνο του, ως πίσω απ’ τα κλεισμένα μάτια του, ως μέσα στο πιο άγνωστο χαμόγελό του.
Τ’ αληθινό μπόι τ’ ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς.
Ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
Μάθε ν’ αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη.
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου.
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο. Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουν κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν. Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει ἡ μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.